μανταλώνω

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source

Greek Monolingual

(Α μανδαλῶ, -όω, Μ μανταλώνω) μάνταλο
κλείνω από μέσα την πόρτα ή το παράθυρο με μάνταλο, αμπαρώνω
νεοελλ.
περιορίζω, φυλακίζω κάποιον στο σπίτι.