μαντιζέλο

Greek Monolingual

το
ναυτ.
1. σύσπαστο με το οποίο ανυψώνονται τα ιστία, ώστε να υποβοηθείται η σειροδέτησή τους, ο έκφορος
2. φρ. «κόντρα μαντιζέλο» — ο παρέκφορος.