το1. μαρασμός2. φυματίωση, φθίση3. μεγάλη πίκρα και στενοχώρια, μακροχρόνια θλίψη («από τότε που έφυγε ο γιος της έχει κρυφό μαράζι στην καρδιά»)4. φρ. «μέ τρώει το μαράζι» — μελαγχολώ από μεγάλη θλίψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maraz].