μαράζι

Greek Monolingual

το
1. μαρασμός
2. φυματίωση, φθίση
3. μεγάλη πίκρα και στενοχώρια, μακροχρόνια θλίψη («από τότε που έφυγε ο γιος της έχει κρυφό μαράζι στην καρδιά»)
4. φρ. «μέ τρώει το μαράζι» — μελαγχολώ από μεγάλη θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. maraz].