(=δῆμος στήν ἀνατολική παραλία τῆς Ἀττικῆς πού εἶχε αὐτό τό ὄνομα, ἐπειδή ἦταν κατάφυτος ἀπό μάραθα). Ἀπό τό μάραθον.
ῶνος, ὁ, att. = μαραθρών, Strab. 3.4.9.