ἐπειδή
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 910] d. i. ἐπεὶ δή, nachdem, seitdem, Zeitpartikel, = ἐπεί; ἐπειδὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν, seitdem er verlassen hat, Il. 1, 235; Folgde, οὐ πολὺς χρόνος ἐπειδἡ ἐπαύσαντο, es ist nicht lange her, seit sie aufhörten, Thuc. 1, 6; 3, 68; ἐπειδὴ τῷδ' ἐβούλευσας μόρον Aesch. Ch. 505; εὐθὺς. ἐπειδή, sogleich nachdem, Thuc. 1, 102; ἐπειδὴ τάχιστα, sobald als, Plat. Prot. 310 d; Xen. Cyr. 7, 5, 15 u. öfter; ἐπειδὴ θᾶσσον, Dem. 37, 41. – Auch causal, wie ἐπεί, doch seltener, da, weil; c. praes., Il. 14, 65; Thuc. 7, 13 u. A.; ἐπειδὴ σὺ βούλει, ἀποκρίνου Plat. Gorg. 448 b. Auch wie ἐπεί elliptisch, ὦ φίλ'· ἐπειδἡ ταῦτά μ' ἀνέμνησας· φασί Od. 3, 211; 14, 149. Mit dem optat. theils in indirecter Rede, Xen. An. 3, 5, 18, theils die wiederholte Handlung in der Vergangenheit ausdrückend, ἐπειδὴ αὐτὸς ἀναστρέφοι, εὖ πως περιεσχίζοντο, so oft er sich umkehrte, Plat. Prot. 315 b; vgl. Phaed. 50 d; Thuc. 1, 49; ἐπειδὴ δέ τι ἐμφάγοιεν, ἀνίσταντο, sie standen jedesmal, sobald sie Etwas gegessen hatten, auf, Xen. An. 4, 5, 8. – In Il. 11, 478 steht αὐτὰρ ἐπειδὴ τόν γε δαμάσσεται ὠκὺς ὀϊστός, ὠμοφάγοι νιν θῶες δαρδάπτουσιν für ἐπειδὰν δαμάσσηται. – In orat. obliq. auch mit dem inf., Plat. Rep. X, 614 b Conv. 174 d; Dem. 19, 306, wo seit Bekker ἀκοῦσαι für ἀκούσαι steht. – Hom. braucht im Anfang des Verses ε lang.
French (Bailly abrégé)
conj.
I. idée de temps après que, lorsque, depuis que :
1 avec l'ind. en parl. d'une action passée avec idée d'un moment précis : ἐπειδὴ ἐτελεύτησε Δαρεῖος καὶ κατέστη Ἀρταξέρξης XÉN lorsque Darius fut mort et qu'Artaxerxès eut été institué roi;
2 avec le sbj. ao. en parl. d'une action habituelle : ἐπειδὴ τόνγε δαμάσσεται (épq. p. δαμάσσηται) ὠκὺς ὀϊστός IL lorsque le trait rapide l'a abattu;
3 avec l'opt. sans ἄν : ἐπειδὴ δέ τι ἐμφάγοιεν ἀνίσταντο XÉN et quand ils avaient pris quelque nourriture, ils se relevaient;
En ces diverses constructions, ἐπειδή est qqf renforcé par un adv. : ἐπειδὴ τάχιστα, rar. ἐπειδὴ θᾶττον, ἐπειδὴ πρῶτον, ἐπειδὴ πρῶτα aussitôt que, dès que ; εὐθὺς ἐπειδή m. sign.
II. pour marquer une suite dans le raisonnement puisque :
1 avec l'ind. au prés. : ἐπειδὴ νηυσὶν ἔπι πρύμνῃσι μάχονται IL puisque l'on combat près de l'arrière des vaisseaux;
2 ellipt. ἐπειδὴ οὐ τότε (s.e. ἔδειξας), ἀλλὰ νῦν δεῖξον DÉM puisque tu ne l'as pas montré, alors, eh bien maintenant, montre-le;
En ce sens, ἐπειδή se joint souv. à des particules : ἐπειδὴ καί puisque même ; ἐπειδή γε puisque certes ; ἐπειδή γε καί puisque certes même ; ἐπειδὴ οὖν puis donc que.
Étymologie: ἐπεί, δή.
English (Autenrieth)
when, after, since, the δή being hardly translatable, see ἐπεί. Less often causal than temporal, Od. 7.152.
English (Slater)
ἐπειδή since γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον. ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γεΤαντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός (I. 8.9)
English (Strong)
from ἐπεί and δή; since now, i.e. (of time) when, or (of cause) whereas: after that, because, for (that, -asmuch as), seeing, since.
English (Thayer)
conjunction (from ἐπεί and δή), Latin cum jam, when now, since now (cf. Winer's Grammar, 434 (404), 448 (417); Ellicott on when now, after that; so once in the N.T.: L T Tr text WH text
2. of cause; since, seeing that, forasmuch as: R G L); st); Philippians 2:26.
Greek Monolingual
(AM ἐπειδή, Μ και ἐπειδής)
(σύνδ.) (αιτιολ.) διότι, μια και, για τον λόγο ότι («εσύ, άξε Θεέ μου, 'πειδή μ' ορίζει η χάρη σου 'ς τούτο βοήθησέ μου», Φορτουν.)
αρχ.-μσν.
χρον. όταν, αφού («ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησεν Δαρεῖος», Ξεν.)
μσν.
χρον. τη στιγμή που («κελεύει τὸ δίκαιον καὶ ἡ ἀσσίζαν ὅτι, ἐφειδήν κιβεντίσουν τὸ πρόσταγμαν εἰς τὴν χώραν», Ασσίζες)
αρχ.
χρον.
1. με αόρ. αντί για υπερσ. σε συνεκφορά με πρτ. για μεγαλύτερη έμφαση δηλώνει πράξη που δεν πραγματοποιήθηκε («ἐπεὶ ὑπηντίαζεν ἡ φάλαγξ... καὶ ἅμα ἡ σάλπιγξ ἐφθέγξατο», Ξεν.)
2. (όταν υπονοείται αναφορά σε μεταγενέστερο χρόνο) αφότου («ἐπεί τε παρέλαβον τὸν θρόνον», Ηρόδ.)
3. με υποτ. και το αν ἡ το κε(ν) α) γίνεται επήν(-άν)
αφότου, όταν («τέκνα ἄξομεν ἐν νήεσσιν, ἐπὴν πτολίεθρον ἕλωμεν», Ομ. Ιλ.)
β) δηλώνει πράξη επαναλαμβανόμενη στο παρόν με απόδοση σε ενεστ. χρόνο
όταν, κάθε φορά («τὰ μέν τε πυρός... μένος... δαμνᾷ, ἐπεί κε πρῶτα λίπῃ λεύκ' ὀστέα θυμός», Ομ. Οδ.)
γ) (αναφέρεται σε μεταγενέστερο χρόνο) αφότου («δέκα ἡμερῶν ἐπειδὰν δόξῃ» — μέσα σε δέκα ημέρες μετά την απόφαση)
4. με ευκτ. χωρίς αν α) αναφέρεται σε μελλοντικό χρόνο («ἐπειδὴ πρὸς τὸ φῶς ἔλθοι,... ὁρᾱν οὐδ' ἄν ἕν δύνασθαι», Πλάτ.)
β) στον πλάγ. λόγο μετά από παρωχημένο χρόνο, οπότε αντιστοιχεί με υποτ. στον ευθύ («αὐτὸς δὲ ἐπεὶ διαβοίης, ἀπιέναι ἔφησθα», Ξεν.)
γ) εξαρτάται από ευκτ. σε τελικ. πρότ. («ἐπορεύοντο, ὅπως, ἐπειδή γένοιντο ἐπὶ τῷ ποταμῷ... ἴοιεν», Θουκ.)
δ) με αφομοίωση προς την ευκτ. της κύριας πρότασης («ὅς τὸ καταβρόξειεν, ἐπὴν κρητήρι μιγείη», Ομ. Οδ.)
5. συντάσσεται με απρφ. στον πλάγ. λόγο («ἐπεὶ οἱ γενομένους τοὺς παῖδας ἀνδρωθῆναι», Ηρόδ.)
6. (αιτιολ.) γιατί αλλιώς («ἐπεὶ ὑμεῖς γε, εἰ μὴ ἐγὼ προφυλάττοιμι ὑμᾱς, οὐδ' ἄν νέμεσθαι δύναισθε», Ξεν.)
7. (σε ελλειπτικές φράσεις) αν και («ἀδύνατός [εἰμι], ἐπει ἐβουλόμην ἄν οἷός τ' εἶναι» — είμαι ανίκανος αν και επιθυμούσα να είχα την ικανότητα, Πλάτ.)
8. φρ. α) «ἐπεὶ τάχιστα» — αμέσως μόλις
β) «ἐπεὶ ἄρα, έπεὶ ἂρ δή» — αφού λοιπόν
γ) «ἐπεὶ γε» — αφού πραγματικά
δ) «ἐπεί γε δή» — αφού τέλος πάντων
ε) «ἐπεί ἦ» — επειδή πραγματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. επεί].
Greek Monotonic
ἐπειδή: ή ἐπεὶδή, επιτετ. τύπος του ἐπεί.
Russian (Dvoretsky)
ἐπειδή: conj. (intens. к ἐπεί)
1 (с aor. или pf., редко ppf. ind.) после того как, с тех пор как, когда (тж. усил. ἐ. τάχιστα, ἐ. θάττον, ἐ. πρῶτον как скоро, лишь только): ἐ. ἐτελεύτησε Δαρεῖος καὶ κατέστη Ἀρταξέρξης Xen. после того как умер Дарий и воцарился Артаксеркс; ἐ. ἐξηπάτησθε ὑμεῖς ὑπὸ τοῦ Φιλίππου Dem. после того как вы были обмануты Филиппом; (с aor. conjct. с оттенком повторности или обычности): ἐ. τόνγε δαμάσσεται (= δαμάσσηται) ὠκὺς ὀϊστός Hom. когда его сразит быстрая стрела; (с opt. без ἄν): ἐ. δὲ ἀνοιχθείη, εἰσῇμεν Plat. когда (тюрьма) открывалась, мы входили (к Сократу); ἐ. πρὸς τὸ φῶς ἔλθοι Plat. когда он выйдет на (яркий) свет; (с inf. по attractio modi): ἐ. δὲ γενέσθαι ἐπὶ τῇ οἰκίᾳ τῇ Ἀγάθωνος Plat. когда я подошел к дому Агафона;
2 (с praes. ind.) так как, поскольку: ἐ. σὺ βούλει, ἀποκρίνου Plat. раз хочешь, отвечай; (в обращениях, с подразумеваемым «(по)слушай», «знай (же)»): ἐ. ταῦτά μ᾽ ἀνέμνησας Hom. если ты (уж) напомнил мне об этом (то знай, что).
Chinese
原文音譯:™peid» 誒普-誒-得
詞類次數:連詞(11)
原文字根:在上-若-捆綁
字義溯源:自此,每當,然而,因為,只因,因,由於,既,既是,自此以後;由(ἐπεί)=因此)與(δή)*=於是)組成;其中 (ἐπεί)又由(ἐπί)*=在⋯上,在)與(εἰ)*=若)組成。參讀 (ἐπεί)同義字
出現次數:總共(10);路(2);徒(3);林前(4);腓(1)
譯字彙編:
1) 既是(2) 林前14:16; 林前15:21;
2) 因(2) 徒14:12; 腓2:26;
3) 因為(2) 路11:6; 林前1:22;
4) 既(1) 林前1:21;
5) 由於(1) 徒15:24;
6) 當(1) 路7:1;
7) 只因(1) 徒13:46
English (Woodhouse)
(see also: ἐπεί) since, after that, seeing that