μαρτύρησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, corroborative evidence, ἡ ἀπὸ τῶν φαινομένων μ. Sor. 1.41.

Greek Monolingual

μαρτύρησις, ἡ (Α) μαρτυρώ
ισχυρή μαρτυρία.