μαρτυρώ

From LSJ

μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτοςgreat is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage

Source

Greek Monolingual

-άω και -έω (AM μαρτυρῶ, -έω)
μάρτυρας
1. δίνω μαρτυρία για κάτι, πιστοποιώ, βεβαιώνω
2. καταθέτω ως μάρτυρας ευμενώς ή δυσμενώς («πάντες ἐμαρτύρουν αὐτῷ καὶ ἐθαύμαζον ἐπὶ τοῖς λόγοις τῆς χάριτος», ΚΔ)
3. υφίσταμαι βασανιστήρια ή μαρτυρικό θάνατο («πολλοί χριστιανοί μαρτύρησαν για την πίστη τους)
4. υποφέρω, ταλαιπωρούμαι («μαρτύρησα μέχρι να τελειώσω την εργασία μου»)
νεοελλ.-μσν.
1. ομολογώ, παραδέχομαι («όπου βρεθώ ένα δουλευτήν έχεις εμπιστευμένο, όπου σε θέλει μαρτυρά κορμί χαριτωμένο», Ερωτόκρ.)
2. αποκαλύπτω, φανερώνω («ο κρατούμενος μετά από πολλά βασανιστήρια μαρτύρησε»)
3. καταγγέλλω, καταδίδω («μέ μαρτύρησε στον διευθυντή»)
4. (ως τριτοπρόσ.) μαρτυρείται ή μαρτυρούνται
αναφέρεται ρητά κάτι, γίνεται λόγος για κάτι («δεν μαρτυρείται η χρονολογία συγγραφής του Ερωτόκριτου»)
5. (μτχ. παρακμ. ως επίθ.) μαρτυρημένος, -η, -ον)
α) ξακουστός, ονομαστός
β) βασανισμένος, ταλαίπωρος
μσν.
1. επικαλούμαι ως μάρτυρα
2. δίνω τίτλο, ανακηρύσσω ή κατονομάζω
αρχ.
1. αστρολ. βρίσκομαι στη θέα κάποιου
2. παθ. μαρτυροῦμαι
μού αποδίδεται κάτι ή φημίζομαι για κάτι (α. «μαρτυρεῖταί μοι σοφία», Δίον. Αλ.
β. «καλοκαγαθίαν μαρτυρούμενος» Ιώσ.).