μαστιγωτέος

English (LSJ)

α, ον, ἐστὶ μ. he must be whipped, Ar. Ra.633.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui mérite le fouet.
Étymologie: adj. verb. de μαστιγόω.

Greek (Liddell-Scott)

μαστῑγωτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ μαστιγόω, ὃ πρέπει νὰ μαστιγώσῃ τις, ἄξιος μαστιγώσεως, Ἀριστοφ. Βάτρ. 633.

Greek Monotonic

μαστῑγωτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του μαστιγόω, αυτός που του χρειάζεται μαστίγωμα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μαστῑγωτέος, η, ον verb. adj. of μαστιγόω
deserving a whipping, Ar.