μαστικτήρ

Greek (Liddell-Scott)

μαστικτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Χρησμ. Σιβ. 2. 345· πρβλ. μακιστήρ, μαστήρ.

Greek Monolingual

μαστικτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
μαστίκτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίζω + επίθημα -τήρ].

Russian (Dvoretsky)

μαστικτήρ: ῆρος ὁ Aesch. v. l. = μαστίκτωρ.

German (Pape)

ῆρος, ὁ, = μαστίκτωρ, Orac.Sib.