μαστίκτωρ
From LSJ
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
-ορος, ὁ, scourger, A.Eu.159 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui flagelle.
Étymologie: μαστίζω.
German (Pape)
ορος, ὁ, der Geißelnde, Aesch. Eum. 153.
Russian (Dvoretsky)
μαστίκτωρ: ορος ὁ бичующий, палач Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
μαστίκτωρ: -ορος, ὁ, ὁ μαστιγώνων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 159.
Greek Monolingual
μαστίκτωρ, -ορος, ὁ (Α)
αυτός που χτυπά με το μαστίγιο, αυτός που μαστιγώνει («ὑπὸ λοβὸν πάρεστι μαστίκτορος δαΐου δαμίου», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστίζω + επίθημα -τωρ (πρβλ. διδάκτωρ)].
Greek Monotonic
μαστίκτωρ: -ορος, ὁ, μαστιγωτής, αυτός που μαστιγώνει, σε Αισχύλ.