ματαίωμα

Greek (Liddell-Scott)

ματαίωμα: τό, ματαίωσις, Ἑρμᾶς, ἔκδ. Auger καὶ Dind. σ. 61, 25.

Greek Monolingual

ματαίωμα, τὸ (Α) ματαιώνω
η ματαίωση.