ματαίωση
From LSJ
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
Greek Monolingual
η (Α ματαίωσις, -εως) ματαιώνω
νεοελλ.
η μη πραγματοποίηση, η μη εκτέλεση ενός έργου ή μιας ενέργειας η οποία έχει προγραμματιστεί («η ματαίωση της εκδρομής λύπησε πολλούς»)
αρχ.
ματαιότητα («ματαίωσιν τὴν ὑψηλοφροσύνην φησί», Αθανάσ.).