ματαιοκόπος
Greek (Liddell-Scott)
ματαιοκόπος: -ον, ὁ ματαίως κοπιῶν, Ἀντ. Μον. 1469Α.
Greek Monolingual
ματαιοκόπος, -ον (Μ) αυτός που μάταια κοπιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κόπος (πρβλ. λαμνοκόπος)].
ματαιοκόπος: -ον, ὁ ματαίως κοπιῶν, Ἀντ. Μον. 1469Α.
ματαιοκόπος, -ον (Μ) αυτός που μάταια κοπιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κόπος (πρβλ. λαμνοκόπος)].