ματρόρριπτος
English (LSJ)
Doric for μητρόρριπτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rejeté par sa mère.
Étymologie: μήτηρ, ῥίπτω.
German (Pape)
Dor. = μητρόρριπτος.
Doric for μητρόρριπτος.
ος, ον :
rejeté par sa mère.
Étymologie: μήτηρ, ῥίπτω.
Dor. = μητρόρριπτος.