μητρόρριπτος
From LSJ
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
English (LSJ)
Dor. ματρόρριπτος, ον, thrown down by one's mother, of Hephaestus, Dosiad. Ara 8.
German (Pape)
von der Mutter weggeworfen, Dosiad. ara 2 (XV.26), in dor. Form. ματρόρριπτος.
Russian (Dvoretsky)
μητρόρριπτος: дор. μᾱτρόρριπτος 2 отвергнутый (брошенный) матерью Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μητρόρριπτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῆς μητρὸς ἀπερριμμένος, Ἀνθ. Π. 15. 26.
Greek Monolingual
μητρόρριπτος, δωρ. τ. ματρόρριπτος, -ον (Α)
(για τον Ήφαιστο) αυτός που έχει απορριφθεί από τη μητέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ρριπτος (< ῥιπτός < ῥίπτω), πρβλ. δύσριπτος].
Greek Monotonic
μητρόρριπτος: -ον, αυτός που τον έχει απορρίψει η μητέρα του, σε Ανθ.
Middle Liddell
μητρόρ-ριπτος, ον
rejected by one's mother, Anth.