μαχαιρώνω

Greek Monolingual

μαχαίρι
1. χτυπώ, τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον με μαχαίρι
2. (το παθ. ως αλληλοπαθές) μαχαιρώνομαι
αλληλοσφάζομαι («οι αντίπαλοι τών δύο ομάδων μαχαιρώθηκαν μετά το τέλος του αγώνα»).