μεγαλομάρτυρας

Greek Monolingual

ο, και μεγαλομάρτυς, ο, η (ΑM μαγαλομάρτυς, -υρος και μεγαλομάρτυρ, -υρος)
αυτός που υπέστη μεγάλα μαρτύρια για την πίστη του, μέγας μάρτυρας της Εκκλησίας.