μεγαλοσώματος
English (LSJ)
μεγαλοσώματον, large-bodied, Eust.962.23, Sch.Opp.H. 1.360.
German (Pape)
[Seite 107] von großem Körper, großleibig, Schol. Opp. Hal. 1, 360.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοσώμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων μέγα σῶμα, Εὐστ. 962. 26, Σχόλ. εἰς Ὀπ. Ἁλ. 1. 360.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑM μεγαλοσώματος, -ον)
μεγαλόσωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σῶμα, σώματος (πρβλ. μικροσώματος)].