μεγαλόηχος

English (LSJ)

μεγαλόηχον, loud-sounding, Glossaria on ἐρικλάγκτας, Sch.Pi.P.12.38; on ἐριβρεμέτης and ἐρίβρομος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 106] laut-, starktönend, Schol. Pind. P. 12, 35.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόηχος: -ον, ὁ μεγάλως ἠχῶν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ω. 323, κτλ.

Greek Monolingual

μεγαλόηχος, -ον (Α)
αυτός που ηχεί δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ἦχος (πρβλ. υπέρ-ηχος)].