μεθαρμόττω

English (LSJ)

later Attic for μεθαρμόζω.

German (Pape)

[Seite 111] att. = μεθαρμόζω, Luc.

French (Bailly abrégé)

att. c. μεθαρμόζω.
Étymologie: μετά, ἁρμόττω.

Greek Monolingual

μεθαρμόττω (Α) (αττ. τ.) βλ.μεθαρμόζω.

Russian (Dvoretsky)

μεθαρμόττω: атт. = μεθαρμόζω.