μεθαρμόζω

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθαρμόζω Medium diacritics: μεθαρμόζω Low diacritics: μεθαρμόζω Capitals: ΜΕΘΑΡΜΟΖΩ
Transliteration A: metharmózō Transliteration B: metharmozō Transliteration C: metharmozo Beta Code: meqarmo/zw

English (LSJ)

later Att. μεθαρμόττω, dispose differently, correct, εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω, μεθάρμοσον (sc. με) S.El.31, cf. Luc.Nigr.12; transpose, δύο ὀνόματα Them.Or.2.33c: abs., make a change, D.H.7.66:—more freq. in Med., μεθάρμοσαι τρόπους νέους adopt new habits, A.Pr.311; μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον τοῦ πρόσθεν E.Alc.1157; μ. τὸν ἀπράγμονα βίον D.H.11.22; ἐπὶ τὴν συνήθη δίαιταν μ. τὰς τραπέζας restore them to... Plu.2.642f; μ. τι ἔς τι AP7.712 (Erinna), Ph.2.219 codd.; πρός τι AP9.584.12: c. gen., from a certain condition, Μοῦσα τῆς συνήθους μεθαρμοσαμένη σπουδῆς Luc. Am.4, etc.; adapt oneself, μεθηρμόσατο εἰς τὸ λέγειν S.E.M.9.53; πόλις ἡ πρὸς τὰ πράγματα μεθαρμοττομένη D.H.10.51: in Music, change the mode, Iamb.VP25.113:—Pass., τὰ στοιχεῖα μεθαρμοζόμενα having their order changed, LXX Wi.19.18.

German (Pape)

[Seite 111] umstimmen, umändern; εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω, μεθάρμοσον, Soph. El. 31, worauf sich Suid. Erkl. ἐπανόρθωσον bezieht; med. sich ändern, μεθάρμοσαι τρόπους νέους, du, ändere dich und nimm neue Sitten an, Aesch. Prom. 309; μεθηρμόσμεθα βελτίω βίον τοῦ πρόσθεν, Eur. Alc. 1160; in sp. Prosa, wie Luc. Nigr. 12; τοῦ δήμου τὴν φύσιν, Plut. reip. ger. pr. 3; auch med., μεθαρμόσασθαι τῆς ψυχῆς, Luc. Dem. enc. 46; auch πρὸς τὰ πράγματα, sich darein schicken, D. Hal. 10, 51.

French (Bailly abrégé)

ao. μεθήρμοσα;
arranger d'une autre manière, particul. rajuster, remettre en meilleur état, améliorer ; Pass. changer de situation, de sentiment, de genre de vie;
Moy. μεθαρμόζομαι tr. changer pour améliorer : μ. νέους τρόπους ESCHL prendre de nouvelles façons d'être.
Étymologie: μετά, ἁρμόζω.

Russian (Dvoretsky)

μεθαρμόζω: атт. μεθαρμόττω переделывать, исправлять, улучшать: εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω, μεθάρμοσον Soph. если я бью мимо цели, поправь (меня); μεθαρμόσαι νέους τρόπους Aesch. усвоить новые привычки; μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον τοῦ πρόσθεν Eur. мы зажили лучшей жизнью, чем прежде; μεθαρμόσασθαι εἴς τι Sext. приспособиться к чему-л.

Greek (Liddell-Scott)

μεθαρμόζω: μεταγεν. Ἀττ. -όττω· μέλλ. -όσω· - διαφόρως διαθέτω, ἐπανορθῶ εἰ μή τι καιροῦ τυγχάνω, μεθάρμοσον (ἐνν. με) Σοφ. Ἠλ. 31, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 12, κτλ. - Μέσ., μεθάρμοσαι νέους τρόπους, παράλαβε νέας ἕξεις, Αἰσχύλ. Πρ. 309· μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον τοῦ πρόσθεν Εὐρ. Ἄλκ. 1157, πρβλ. Κόρινναν 5· μ. τὸν ἀπράγμονα βίον Διον. Ἁλ. 11. 22· μ. τὰς τραπέζας ἐπὶ τὴν συνήθη δίαιταν, ἐπαναφέρω τὸν συνήθη τρόπον τοῦ ζῆν, Πλούτ. 2. 642F· οὕτω, μ. τι ἐς ἢ πρός τι Ἀνθ. 7. 712., 9. 584. - Παθ. καὶ μέσ., προσαρμόζομαι, προσαρμόζω ἐμαυτὸν καταλλήλως πρός τι, μεταβάλλομαι, ἀλλοιοῦμαι, τινος, ἔκ τινος καταστάσεως, Λουκ. Ἔρωτες 4, κτλ.· μεθηρμόσατο εἰς τὸ λέγειν Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 53· πρός τι Διον. Ἁλ. 10. 51.

Greek Monolingual

μεθαρμόζω και αττ. τ. μεθαρμόττω)
μεταβάλλω, αναπροσαρμόζω, μετατρέπω, αλλάζω
αρχ.
1. μεταβάλλω κάτι, ιδίως προς το καλύτερο, διορθώνω, επανορθώνω («παρελθὼν ἐς μέσους ὁ Μᾱρκος οὕτω τι μεθήρμοσε τοὺς Μεγαρέας», Φιλόστρ.)
2. μέσ. μεθαρμόζομαι
α) μεταβάλλω κάτι για τον εαυτό μου, αποκτώ κάτι νέο μεταβάλλοντας το παλαιό («μεθάρμοσαι τρόπους νέους», Αισχύλ.)
β) προσαρμόζομαι
γ) συμφωνώπόλις ἡ πρὸς τὰ πράγματα μεθαρμοττομένη», Διον. Αλ.)
δ) μουσ. αλλάζω ήχο, μέλος («δι' ἑαυτῶν γὰρ τὰ στοιχεῖα μεθαρμοζόμενα», Ιάμ βλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἁρμόζω.

Greek Monotonic

μεθαρμόζω: μεταγεν. Αττ. -όττω, μέλ. -όσω, τοποθετώ διαφορετικά, διορθώνω, σε Σοφ. — Μέσ. αόρ. αʹ μεθηρμοσάμην, με Παθ. παρακ. -ήρμοσμαι, προσαρμόζομαι, μεθάρμοσαι νέους τρόπους, υιοθετώ νέες συνήθειες, σε Αισχύλ.· μεθηρμόσμεθα βελτίω βίον, σε Ευρ.

Middle Liddell

late Attic -όττω fut. όσω
to dispose differently, to correct, Soph.:—Mid., aor1 μεθηρμοσάμην, with perf. pass. -ήρμοσμαι, to dispose for oneself, μεθάρμοσαι νέους τρόπους adopt new habits, Aesch.; μεθηρμόσμεσθα βελτίω βίον Eur.