μεθαύριον

Greek (Liddell-Scott)

μεθαύριον: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ἡ μετὰ τὴν αὔριον ἡμέρα, Παλλάδ. Λαυσ. 1156C. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 340.