μεθείω

German (Pape)

[Seite 111] ep. conj. aor. II zu μεθίημι, = μεθῶ.

French (Bailly abrégé)

sbj. ao.2 épq. de μεθίημι.

English (Autenrieth)

see μεθίημι.

Greek Monotonic

μεθείω: Επικ. αντί μεθῶ, υποτ. αόρ. βʹ του μεθίημι.

Russian (Dvoretsky)

μεθείω: эп. conjct. aor. 2 к μεθίημι.