μειδίασις

English (LSJ)

-εως, ἡ, Poll. 6.199, Porph. Abst. 4.6, v. μειδίαμα.

German (Pape)

[Seite 115] ἡ, das Lächeln, Poll. 6, 199.

Greek Monolingual

μειδίασις, -εως, ἡ (Α) μειδιώ
μειδίαμα, χαμόγελο.