μειδιώ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
Greek Monolingual
(ΑM μειδιῶ, μειδιάω)
1. γελώ μόνο με σύσπαση τών χειλιών μου χωρίς ήχο γέλιου, χαμογελώ
2. μτφ. έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω διάθεση ευνοϊκή απέναντι σε κάποιον («η τύχη άρχισε να μού μειδιά»)
νεοελλ.
χαμογελώ ειρωνικά («μόλις διάβασε το γράμμα μειδίασε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μειδιῶ ανάγεται σε ΙΕ ρίζα smei- «χαμογελώ» [για το s- της ρίζας πρβλ. φιλομ(μ)μειδής < φιλοσμειδής] και συνδέεται με: αρχ. ινδ. smayate, -ti «χαμογελώ», λεττον. smeju «χαμογελώ», αρχ. σλαβ. smějọse, smijatise «γελώ», τοχαρ. Β' smi-mare, λατ. mīrus «θαυμαστός» (πρβλ. αγγλ. smile). Ανερμήνευτη ωστόσο παραμένει η παρουσία οδοντικού συμφώνου smeid- στην Ελληνική, καθώς δεν εμφανίζεται σε καμιά άλλη ΙΕ γλώσσα, εκτός ίσως από το λεττον. smaida «χαμογελώ». Το ρ. μειδιάω, -ιῶ απαντά στον Όμηρο μόνο στη μετοχή μειδ-ιόων, -ιόωσα, μορφή προσαρμοσμένη μετρικά για τις ανάγκες του έπους.
ΠΑΡ. μειδίαμα, μειδιαστικός
αρχ.
μειδίασις, μειδιασμός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) επιμειδιώ, προσμειδιώ, υπομειδιώ
αρχ.
διαμειδιώ, εμμειδιώ, καταμειδιώ, συνεπιμειδιώ].