μειδιασμός

English (LSJ)

ὁ, Poll.l.c., Sch.Ar.Pl.165.

German (Pape)

[Seite 115] ὁ, = μειδίασις, VLL.

Greek Monolingual

μειδιασμός, ὁ (Α) μειδιώ
μειδίαμα, χαμόγελο.