μειζονάκις

English (LSJ)

Adv. of μείζων, multiplied by a larger number, opp. ἐλαττονάκις, Nicom.Ar.2.17, cf. Iamb.in Nic.p.95 P.

German (Pape)

[Seite 115] mehrmals, Gegensatz ἐλαττονάκις, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

μειζονάκις: ἐπίρρ. τοῦ μείζων, ἐν μείζονι μέτρῳ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐλαττονάκις, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 131.

Greek Monolingual

μειζονάκις (Α)
επίρρ. σε μεγαλύτερο βαθμό, περισσότερες φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖζον + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πολλάκις)].