μειονέκτης
German (Pape)
[Seite 116] ὁ, der weniger hat, zu kurz kommt, im Nachtheil ist, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μειονέκτης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων μεῖον ὀλιγώτερον, Ἀνώνυμ. εἰς τὸ τέλος τοῦ περὶ Παθῶν συγγράμματος Ἀνδρονίκου τοῦ Ροδίου σ. 756.
Greek Monolingual
μειονέκτης, -ου, ὁ (Α)
1. αυτός ο οποίος έχει λιγότερο
2. συνεκδ. ο κατώτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖον (βλ. λ. μείων) + -εκτης (< ἔχω), πρβλ. πλεονέκτης].