μειρακεύομαι

English (LSJ)

v.l. for μειρακιεύομαι, Alciphr.2.2.

German (Pape)

[Seite 116] = μειρακιεύομαι, Sp., wie Alciphr. 2, 2, zw.

Greek Monolingual

μειρακεύομαι (Α)
βλ. μειρακιεύομαι.