μειρακικός

German (Pape)

[Seite 116] knabenhaft, Lob. Phryn. 213.

Greek (Liddell-Scott)

μειρᾰκικός: -ή, -όν, νεανικός, Ἀνεκδ. Villoison. 2. 83.

Greek Monolingual

μειρακικός, -ή, -όν (Α) μείραξ
ο νεανικός.