νεανικός
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
νεανική, νεανικόν, (νεάν)
A youthful, ῥώμη Ar.V.1067: mostly of youthful qualities: hence,
1 fresh, active, vigorous, fine, νεανικώτατε Id.Eq.611; κρέας νεανικόν = a fine large piece of meat, Id.Pl.1137; λοπάς Alex.188.2; of trees, Thphr.HP5.1.11 (Comp.); νεανικώτερα ἀγαθά = more splendid, Pl.R.363c.
2 high-spirited, impetuous, gay, τὸ νεανικώτατον = the most dashing feat, Ar.V.1205; ἀρχὴ καλὴ καὶ ν. Pl.R.563e; γενναῖον καὶ νεανικόν ἔρωτα Id.Ly.204e; ν. τε καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας Id.R.503c; μέγα καὶ νεανικὸν φρόνημα D.3.32; οὐ γὰρ ἡγεῖτο λαμπρὸν οὐδὲ ν. Id.21.131, cf. 201.
3 in bad sense, headstrong, insolent, τὸ νεανικὸν τοῦ λόγου Pl.Grg.508d; ἢ σοῦ τις νεανικώτερος ib.509a; δημοκρατία ἡ νεανικωτάτη Arist.Pol.1296a4.
4 of things, vehement, mighty, ψῦξις νεανικωτάτη Hp.VM16; αἱμορραγία Id.Prorrh. 1.134; φόβος E.Hipp.1204; βούλευμα Id.Fr.185.6: freq. in later Prose, ἐπιθυμία ν. Arist.EN1148a21; βροντή Id.HA602b23; νόσημα ib.602b29; χειμών Thphr.Ign.17.
II Adv. νεανικῶς = in a youthful manner, ἐστείλαμεν ἑαυτοὺς νεανικῶς X.Eph.5.1.
2 vigorously, Ar.Pax 898; νεανικῶς βοηθεῖν τινι = help energetically Pl.Tht.168c; βιαίως καὶ νεανικῶς Dsc.1.56; of things, Ph.Bel.78.29: Comp. νεανικωτέρως, ἀγαθός Phld.Rh.2.272 S.
3 violently, wantonly, τύπτειν, τωθάζειν, Ar.V.1307, 1362; νεανικῶς ἀκόλαστος Phld.Acad.Ind.p.47 M.
4 excessively, ν. τρομώδεα Hp.Prorrh. 1.9; νεανικῶς προσπεφυκέναι to be firmly attached to... Arist.HA530a15. νεανικήν is trisyll. in Ar.V.1067; cf. νεανίας.]
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de jeune homme, d'où
1 en b. part fort, robuste, généreux ; grand, fort : νεανικὸν κρέας AR beau ou gros morceau de viande ; νεανικὸς φόβος EUR grande crainte;
2 en mauv. part fougueux, hardi, téméraire;
Cp. νεανικώτερος.
Étymologie: νεανίας.
German (Pape)
[ᾱ], jugendlich, kraftvoll, tüchtig; φόβος ν., Eur. Hipp. 1204; Plat. Rep. X.606c; πάνυ γὰρ νεανικῶς τῷ ἀνδρὶ βεβοήθηκας, Theaet. 168c; auch von Dingen, ἀγών, lebhafter Kampf, Pol. 10.31.2; ἀκροβολισμός, 3.101.7; πρᾶξιν ἔχων νεανικήν, 22.12.11, tüchtig im Handeln; auch τραύματα, Plut. Alex. 58; λοπάς, groß, Alexis Ath. IV.170c. – Häufig im tadelnden Sinne, mutwillig, übermütig, ἢ σοῦ τις νεανικώτερος, Plat. Gorg. 508d; aber auch im guten Sinne, schön, trefflich, αὕτη ἡ ἀρχὴ οὕτωσι καλὴ καὶ νεανική, Rep. VIII.563e; νεανικοί τε καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας, VI.503c, und sonst.
Russian (Dvoretsky)
νεᾱνικός:
1 юношеский, молодой (ῥώμη Arph.);
2 большой, крупный (κρέας Arph.);
3 сильный, жестокий (ἀγών Polyb.; φόβος Eur.; νόσημα Arst.; τραύματα Plut.);
4 по-юношески пылкий, пламенный, задорный (ἡ ἀρχή, sc. τοῦ λόγου Plat.; διαφορά Plut.);
5 необдуманный, дерзновенный: τὸ νεανικὸν τοῦ λόγου Plat. смелое (рискованное) выражение.
Greek (Liddell-Scott)
νεᾱνῐκός: -ή, -όν, (νεάν, νεανίας) ὁ ἀνήκων εἰς νέον ἢ νεανίαν, ῥώμη Ἀριστοφ. Σφ. 1067· τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἰδιοτήτων τῶν νέων· ἑπομένως, 1) ἐνεργητικός, δραστήριος, ῥωμαλέος, ζωηρός, νεανικώτατε Ἀριστοφ. Ἱππ. 611· ν. κρέας, μέγα, καλὸν τεμάχιον, γενναία μερίς, ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 1137· λοπάδα νεανικήν Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 2· ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 11. 2) ὁρμητικός, γενναῖος, μεγαλόψυχος, φαιδρός, ὡς τὸ Λατ. superbus, τὸ νεανικώτατον, ἡ τολμηροτάτη πρᾶξις, Ἀριστοφ. Σφ. 1205· οὕτω, καλή καὶ ν. Πλάτ. Πολ. 563Ε· γενναῖον καὶ ν. ὁ αὐτ. ἐν Λύσ. 204Ε· ν. καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 305C· νεανικώτερα, μᾶλλον ἁρμόζοντα εἰς τοὺς νέους, φαιδρότερα, ὁ αὐτ. 563C· μέγα καὶ νεανικὸν φρόνημα Δημ. 37. 10· οὐ γάρ ἡγεῖτο λαμπρόν οὐδὲ νεανικὸν ὁ αὐτ. 557. 25, πρβλ. 579. 9. 3) ἐπὶ κακῆς σημασίας, αὐθάδης, προπετής, ἀλαζών, ἰσχυρογνώμων, ἀπερίσκεπτος, Λατ. protervus, τὸ ν. τοῦ λόγου Πλάτ. Γοργ. 508D· ἢ σοῦ τις νεανικώτερος αὐτόθι 509Α· δημοκρατία ἡ νεανικωτάτη Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 11. 4) ἐπὶ πραγμάτων, ὁρμητικός, ἰσχυρός, ὡς τὸ Λατ. validus, ῥῖγος ν. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15· αἱμορραγία ὁ αὐτ. 79Β· φόβος Εὐρ. Ἱππ. 1204· βούλευμα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 185· πρβλ. Meineke εἰς Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 2· συχν. παρὰ μεταγενεστ. πεζολόγοις, ἐπιθυμία ν. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 4, 4· βροντὴ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 1· νόσημα αὐτόθι 2· χειμών, ἄνεμος Θεοφρ. π. Πυρὸς 17, κτλ. ΙΙ. Ἐπίρρ. νεανικῶς, ζωηρῶς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 898· ν. βοηθεῖν τινι Πλάτ. Θεαίτ. 168C. 2) βιαίως, ἰσχυρῶς, τύπτειν, τωθάζειν Ἀριστοφ. Σφ. 1307, 1362. 3) ἐπὶ πραγμάτων, καθ’ ὑπερβολήν, τὰ ἐν φρενιτικοῖς νεανικῶς τρομώδεα Ἱππ. Προρρ. 68· ν. προσπεφυκέναι, στερεῶς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 32. [Περὶ τοῦ τρισυλλάβου τύπου νανικὸς ἴδε νεανίας ἐν τέλ.].
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ νεανικός και Α ιων. τ. νεηνικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε νεανία (α. «νεανικό φέρσιμο», β. «ἀλλὰ κἀκ τῶν λειψάνων δεῖ τῶνδε ῥώμην νεανικὴν σχεῖν», Αριστοφ.)
2. δραστήριος, ρωμαλέος, ορμητικός, ζωηρός
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ νεανικός
νεαρό άτομο
αρχ.
1. (για εδώδιμο) αυτός που αρμόζει σε νέο, αυτός που προσφέρεται σε μεγάλη μερίδα, άφθονος
2. (σχετικά με δένδρα) εύρωστος, ακμαίος («κλῆμα δυνατὸν καὶ νεανικόν», Θεόφρ.)
3. γενναίος, μεγαλόψυχος
4. (με κακή σημ.) αυθάδης, αλαζόνας, απερίσκεπτος («τὸ νεανικὸν δὴ τοῦτο τοῦ σοῦ λόγου», Πλάτ.)
5. ισχυρός («παρ' ἡμῖν δ' ἦν φόβος νεανικός, πόθεν ποτ' εἴη φθόγγος», Ευρ.)
6. (το ουδ. υπερθ. ως ουσ.) τὸ νεανικώτατον
πάρα πολύ τολμηρή πράξη.
επίρρ...
νεανικώς και -ά (ΑΜ νεανικῶς)
με νεανικό τρόπο, ορμητικά, δραστήρια
αρχ.
1. με νεανικό σφρίγος, ζωηρά («καὶ παγκράτιόν γ' ὑπαλειψαμένοις νεανικῶς παίειν», Αριστοφ.)
2. με δύναμη, με ορμή
3. με υπερβολή
4. με στερεότητα («προσπέφυκε δὲ νεανικῶς κατὰ τὸ μέσον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. νεαν-ίας + κατάλ. -ικός].
Greek Monotonic
νεᾱνῐκός: -ή, -όν (νεανίας)·
I. 1. νεαρός, ακμαίος, ενεργητικός, ζωηρός, σε Αριστοφ.· νεανικὸν κρέας, μεγάλη και εξαιρετική μερίδα κρέατος, στον ίδ.
2. αυτός που διαθέτει υψηλό φρόνημα, ορμητικός, θαρραλέος, γενναίος, ζωηρός· τὸ νεανικώτατον, η πιο τολμηρή, η πιο θαρραλέα πράξη, στον ίδ.· ομοίως, νεανικοὶ καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας, σε Πλάτ.· μέγα καὶ νεανικὸν φρόνημα, σε Δημ.
3. με αρνητική σημασία, ισχυρογνώμων, αυθάδης, αλαζόνας, σε Πλάτ.
4. λέγεται για πράγμ., σφοδρός, ισχυρός, σε Ευρ., Αριστ.
II. 1. επίρρ. νεανικῶς, με ζωηρότητα, σε Αριστοφ.
2. βίαια, ορμητικά, ισχυρά· τύπτειν, τωθάζειν, στον ίδ.
Middle Liddell
νεᾱνῐκός, ή, όν νεανίας
I. youthful, fresh, active, vigorous, Ar.; ν. κρέας a fine large piece, Ar.
2. high-spirited, impetuous, dashing, generous, gay, τὸ νεανικώτατον the gayest, most dashing feat, Ar.; so, ν. καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας Plat.; μέγα καὶ νεανικὸν φρόνημα Dem.
3. in bad sense, headstrong, wanton, insolent, Plat.
4. of things, vehement, mighty, Eur., Arist.
II. adv. νεανικῶς, vigorously, Ar.
2. violently, wantonly, τύπτειν, τωθάζειν Ar.
English (Woodhouse)
careless, gay, high-spirited, light-hearted, mischievous, rash, vehement, vigorous, wanton, full of spirits, highspirited, of things befitting a youth