μελάμβοος

English (LSJ)

μελάμβοον, having black oxen, Eust.562.39.

German (Pape)

[Seite 118] mit schwarzen Ochsen, Eust. 562, 39.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμβοος: -ον, ὁ ἔχων μέλανας βοῦς, Εὐστ. 562. 39.

Greek Monolingual

μελάμβοος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρα βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -βοος (< βοῦς, βοός)].