μελιαδής

English (LSJ)

μελιαδές, Dor. and Aeol. for μελιηδής.

German (Pape)

[Seite 122] ές, ion. = μελιηδής, honigsüß; οἶνος, Pind. frg. 147; Alcaeus bei Ath. II, 38 e.

Russian (Dvoretsky)

μελιᾱδής: дор. = μελιηδής.

Greek (Liddell-Scott)

μελιᾱδής: -ές, Δωρ. ἀντὶ τοῦ μελιηδής.

English (Slater)

μελῐᾱδής honey sweet “καὶ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν” (P. 9.37) μελιαδέος οἴνου fr. 166.

Greek Monolingual

μελιαδής, -ές (Α)
βλ. μελιηδής.