μελισσοτόπι
Greek Monolingual
το
1. τόπος όπου είναι εγκατεστημένες κυψέλες μελισσών, μελισσόκηπος
2. τόπος πρόσφορος για την εγκατάσταση μελισσοκομείου.
το
1. τόπος όπου είναι εγκατεστημένες κυψέλες μελισσών, μελισσόκηπος
2. τόπος πρόσφορος για την εγκατάσταση μελισσοκομείου.