μεριδαρχία

English (LSJ)

ἡ, office of the governor of a district or province, LXX 1 Es. 1.5, J.AJ15.7.3.

German (Pape)

[Seite 134] ἡ, Amt u. Würde des Vorigen, Ios.

Greek Monolingual

μεριδαρχία, ἡ (Α) μεριδάρχης
το αξίωμα του μεριδάρχη.