τό, Adv. acc., at midday Gloss.
μεσήμερον, τὸ (Α)η μεσημβρία.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. μεσήμερος (πρβλ. τριήμερος: τριήμερον)].