μεσ<σ>όψηρον]]˙ ἡμίξηρον, Hsch.
μεσ(σ)όψηρον (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἡμίξηρον».[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο)- + ψηρός «ξηρός» (< ψήω «ψήχω»)].