ψηρός
From LSJ
English (LSJ)
ά, όν, = ξηρός, Suid.; cf. μεσόψηρον, μεσσόψηρον and perhaps ψαρός (B).
German (Pape)
[Seite 1397] (von ψάω, wie ξηρός von ξάω), zerreiblich, dürr, trocken.
Greek (Liddell-Scott)
ψηρός: -ά, -όν, (ἴδε ψάω) «ξηρός» Σουΐδ.
Greek Monolingual
και ψαρός, -ά, -όν, Α
1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ξηρός»
2. (το ουδ. στο τ. ψαρός ως ουσ.) τὸ ψαρόν
είδος ξηραντικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση του επιθ. με την οικογένεια του ψήω «τρίβω, γυαλίζω» δεν θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για παρλλ. μορφή του επιθ. ξηρός].