μετάξινος
Greek Monolingual
-η, -ο
ο μεταξένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετάξι ή μέταξα. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στη Μετάφραση Υποκόμ. της Βραζελόνης].
-η, -ο
ο μεταξένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετάξι ή μέταξα. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στη Μετάφραση Υποκόμ. της Βραζελόνης].