μεταξένιος

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Μ μεταξένιος, -α, -ον) μετάξι
1. αυτός που είναι φτειαγμένος από μετάξι, μετάξινος, μεταξωτός
2. αυτός που μοιάζει με μετάξι ή έχει υφή μεταξιού, τρυφερός, απαλός και λείος («μεταξένια μαλλιά»).