μετάπεμπτος

English (LSJ)

μετάπεμπτον, sent for, Hdt.8.67, Th.6.29, X.An.1.4.3, Phld.Mus.p.86 K., etc.; μετάπεμπτα δικαστήρια, of the federal circuit-courts of the Lycian league, OGI 556.14 (i B. C.), IGRom.3.680.7 (i A. D.).

German (Pape)

[Seite 152] nach dem geschickt worden, herbeigeholt, vorgefordert; Her. 8, 67 Thuc. 6, 74 Xen. An. 1, 4, 3 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mandé.
Étymologie: adj. verb. de μεταπέμπω.

Russian (Dvoretsky)

μετάπεμπτος: призванный, вызванный (οἱ τῶν ἐθνέων τύραννοι Her.): ἐκ τῆς ἀρχῆς μ. Thuc. (Алкивиад), будучи отозван (в Афины и отстранен) от командования.

Greek (Liddell-Scott)

μετάπεμπτος: -ον, ὃν μετεπέμψατό τις, ὁ προσκληθεὶς δι’ ἀπεσταλμένου, Ἡρόδ. 8. 67, Θουκ. 6. 29, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 3, κτλ.

Greek Monolingual

μετάπεμπτος, -ον (Α) πεμπτός
εκείνος τον οποίο προσκάλεσε κάποιος να έλθει μέσω απεσταλμένου («παρῆσαν μετάμεμπτοι οἱ τῶν ἐθνέων τῶν σφετέρων τύραννοι», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

μετάπεμπτος: -ον, αυτός που έχει αποσταλεί για κάποιο σκοπό, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell

μετάπεμπτος, ον
sent for, Hdt., Thuc. [from μεταπέμπω

Lexicon Thucydideum

arcessitus, summoned, 6.29.3, 6.74.1.