μετάφραγμα

Greek Monolingual

το
1. ναυτ. χώρος του πυροβολείου που βρίσκεται μεταξύ δύο καταστρωμάτων πλοίου
2. ζωολ. μεμβράνα η οποία χωρίζει τον θώρακα τών εντόμων από την κοιλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον].