χώρος
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
Greek Monolingual
(I)
ο / χῶρος, ΝΜΑ
1. μέρος εδάφους, εδαφική έκταση (α. «ο χώρος της πλατείας» β. «πίονα χῶρον ναίουσιν», Ησίοδ.)
2. απεριόριστο διάστημα τριών διαστάσεων
νεοελλ.
1. διάστημα κενό, ελεύθερη έκταση (α. «ο χώρος ανάμεσα στις σειρές τών θρανίων» β. «δεν υπάρχει άλλος χώρος στη βιβλιοθήκη» γ. «στην αίθουσα υπάρχει χώρος και για άλλους μαθητές» δ. «οι χώροι του αυτοκινήτου»)
2. περιβάλλον («το σπίτι τους δεν είναι κατάλληλος χώρος για να μεγαλώσει ένα παιδί»)
3. δωμάτιο («το σπίτι μας έχει πολύ μεγάλους χώρους»)
4. η τρισδιάστατη έκταση την οποία καταλαμβάνει ένα υλικό σώμα («το γραφείο πιάνει πολύ χώρο»)
5. (φιλοσ.) η δεύτερη, σε συσχέτιση με τον χρόνο και αδιάσπαστα συνδεδεμένη με αυτόν, θεμελιώδης έννοια, που προσδιορίζει μια αντικειμενική και καθολική μορφή του Είναι, η οποία ανακλά το τρισδιάστατο, άπειρο, ομογενές και ισότροπο συνεχές και εκφράζει την τάξη συνύπαρξης τών αντικειμένων και συστημάτων του πραγματικού κόσμου, τη θέση, τις διαστάσεις, το μέγεθος, την έκταση και τις αποστάσεις τους
6. μαθημ. α) ο R3, που αποτελείται από διατεταγμένες τριάδες πραγματικών αριθμών, ή ένα κατάλληλο υποσύνολό του
β) σύνολο εφοδιασμένο με μία ή περισσότερες δομές
7. φρ. α) «δουγλάσειος χώρος»
ανατ. κόλπωμα του τοιχωματικού περιτοναίου μεταξύ μήτρας και ορθού εντέρου, που είναι ο οπίσθιος δουγλάσειος, και μήτρας και ουροδόχου κύστης, που είναι ο πρόσθιος δουγλάσειος, στη γυναίκα
β) «εναέριος χώρος»
(νομ.) ο χώρος της ατμόσφαιρας πάνω από μια εδαφική ή θαλάσσια έκταση
γ) «εθνικός εναέριος χώρος»
(νομ.) ο χώρος της ατμόσφαιρας πάνω από την εδαφική και θαλάσσια έκταση που περικλείεται από τα σύνορα ενός κράτους και ο οποίος υπάγεται στην κυριαρχία του
δ) «επιτυμπάνιος χώρος»
ανατ. το τμήμα της κοιλότητας του τυμπάνου που εκτείνεται πάνω από το επίπεδο του τυμπανικού υμένα, αλλ. αττικός χώρος
ε) «ευκλείδιος χώρος ν διαστάσεων»
μαθημ. σύνολο του οποίου τα σημεία μπορούν να τεθούν σε αμφιμονοσήμαντη αντιστοιχία με τα τακτικά συστήματα ν πραγματικών αριθμών και στα οποία έχει οριστεί ένα μονόμετρο γινόμενο
στ) «ζωτικός χώρος» — βλ. ζωτικός
ζ) «μεσοκυττάριοι χώροι»
βοτ. οι χώροι που βρίσκονται μεταξύ τών κυττάρων σε όλους τους φυτικούς ιστούς και ιδιαίτερα στους παρεγχυματικούς
η) «οικονομικός χώρος»
(οικον.) ο χώρος μέσα στον οποίο διαμορφώνονται τα οικονομικά μεγέθη
θ) «χώρος πρασίνου» ή «πράσινος χώρος» — έκταση δενδροφυτευμένη ή σπαρμένη με χλόη στα όρια ενός οικισμού
ι) «χώρος τεσσάρων διαστάσεων»
φυσ. ο χωρόχρονος
αρχ.
1. χώρα («τοῦ Λιβυκοῦ λεγομένου χώρου», Ηρόδ.)
2. κτηματική περιουσία
3. η ύπαιθρος
4. περιοχή («ἐν Ἀρκαδίᾳ δὲ χώρᾳ ἐστὶν ἱερὸν Πανός», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του χώρα, αρσενικού γένους. Η λ. χώρος, ωστόσο, δεν χρησιμοποιείται με τις ειδικές σημ. της λ. χώρα (για ετυμολ. βλ. λ. χώρα)].
(II)
ὁ, Α
ο βορειοδυτικός άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caurus / cōrus «είδος ανέμου»].