μεταδιωκτέον
English (LSJ)
one must pursue, Pl.Ti.64b, Them.Or.22.272b.
Greek (Liddell-Scott)
μεταδιωκτέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ μεταδιώκω, δεῖ μεταδιώκειν, Πλάτ. Τίμ. 64Β.
one must pursue, Pl.Ti.64b, Them.Or.22.272b.
μεταδιωκτέον: ῥημ. ἐπίθ., τοῦ μεταδιώκω, δεῖ μεταδιώκειν, Πλάτ. Τίμ. 64Β.