μεταδιώκω

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδῐώκω Medium diacritics: μεταδιώκω Low diacritics: μεταδιώκω Capitals: ΜΕΤΑΔΙΩΚΩ
Transliteration A: metadiṓkō Transliteration B: metadiōkō Transliteration C: metadioko Beta Code: metadiw/kw

English (LSJ)

fut. -ξω Plot.2.9.15, Jul.Gal.89a:—
A follow closely after, pursue, Hdt.3.4, 62, X.Cyr.4.3.3; μ. τὴν αὑτοῦ φύσιν Pl. Plt.310d; τιμωρίαν Id.Lg.866e; τέρψεις D.S.2.23; τὸ ἀκριβὲς ἐν τῷ λόγῳ Alex.Aphr.in Top.437.19: abs., X.HG4.5.12, Cyr.7.3.7.
2 pursue, investigate, τὰς αἰτίας πρώτας Pl.Ti.46e; τὴν τῶν μύθων ἰδέαν ib.59c:—Pass., Id.Sph.225e.

German (Pape)

[Seite 146] verfolgen, nachsetzen, Her. 3, 4. 62 u. Folgde; auch übertr., τὴν αὑτοῦ μεταδιῶκον φύσιν, Plat. Polit. 310 d, wie τὰς τῆς ἔμφρονος φύσεως αἰτίας πρώτας, Tim. 46 d, die Ursachen aufspüren, ihnen nachgehen; μεταδιωκτέα πάντα ὅσα ἐπινοοῦμεν ἑλεῖν, 64 b; Sp., wie Luc. Catapl. 3; Plut. Auch intr., nachkommen, Xen. Hell. 4, 5, 12.

French (Bailly abrégé)

f. μεταδιώξομαι;
1 tr. suivre de près, poursuivre, acc.;
2 intr. venir tout de suite après, suivre sans retard.
Étymologie: μετά, διώκω.

Russian (Dvoretsky)

μεταδιώκω:
1 преследовать (τοὺς ἄλλους, sc. πολεμίους Xen.);
2 гоняться, искать (τιμωρίαν Plat.; τέρψεις Diod.);
3 выслеживать, исследовать (τὰς αἰτίας πρώτας Plat.);
4 догонять, нагонять (ἀναπηδήσας ἐπὶ τὸν ἵππον, μετεδίωκε τὸν πατέρα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταδιώκω: μέλλ. -ξομαι, σπανίως -ξω· ― ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον τινά, τρέχω κατόπιν τινὸς ὅπως τὸν προφθάσω, παρακολουθῶ ἢ ἐπιζητῶ τι, Ἡρόδ. 3. 4, 62, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 3, Ἑλλην. 4, 1, 39· μ. τὴν αὐτοῦ φύσιν Πλάτ. Πολιτ. 310D· τιμωρίαν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 866Ε· τέρψεις Διόδ. 2. 23· ― ἀπολ., παρακολουθῶ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 12, Κύρ. 7. 3, 7. 2) ἀναζητῶ, ἀνιχνεύω, τὰς αἰτίας πρώτας Πλάτ. Τίμ. 46D· τὴν τῶν μύθων ἰδέαν αὐτόθι 59C.

Greek Monolingual

μεταδιώκω (ΑM) διώκω
επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ να εννοήσω κάτι («τὴν αὐτοῦ μεταδιῶκον φύσιν», Πλάτ.)
αρχ.
1. τρέχω πίσω από κάποιον για να τον προφθάσω, καταδιώκω κάποιον, («ἀναπηδήσας μετεδίωκε τὸν πατέρα», Ξεν.)
2. έρχομαι πίσω από κάποιον, παρακολουθώ κάποιον
3. αναζητώ, ανιχνεύω, ερευνώ («διὰ τῶν γνωρίμων μεταδιώκειν τὰ ἀγνώριστα», Θεόφρ.).

Greek Monotonic

μεταδιώκω: μέλ. -ξομαι, σπανίως, -ξω, παρακολουθώ κάποιον από κοντά, τον καταδιώκω, με αιτ., σε Ηρόδ., Ξεν.

Middle Liddell

fut. ξομαι rarely ξω
to follow closely after, pursue, c. acc., Hdt., Xen.