μετακένωση
Greek Monolingual
η
1. μετάγγιση
2. η εκ νέου πρόσληψη από τους Έλληνες τών επιστημών και ειδικά της κλασικής παιδείας, τών οποίων η μετάδοση και η εξάπλωση στους Ευρωπαίους συνετέλεσε στον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, αλλ. μετακένωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετακενώνω. Η λ., στον λόγιο τ. μετακένωσις, μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή].