πρόσληψη
Greek Monolingual
η / πρόσληψις, -ήψεως, ΝΜΑ, και σε πάπ. πρόσλημψις Α προσλαμβάνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσλαμβάνω, η επιπρόσθετη λήψη ενός πράγματος
νεοελλ.
1. ο διορισμός ενός προσώπου σε μια υπηρεσία ή εργασία
2. (ψυχολ.) η πρόσκτηση και αφομοίωση νέων παραστάσεων με τη βοήθεια συγγενών παραστάσεων που υπάρχουν ήδη στη συνείδηση
3. φυσιολ. η λήψη και αφομοίωση της τροφής που γίνεται για να αναπληρωθούν οι οργανικές ουσίες που φθείρονται
4. (κοινων.) η εναρμόνιση της σκέψης, της διάθεσης αλλά και της συμπεριφοράς του ατόμου προς το κοινωνικό περιβάλλον, το οποίο ασκεί σημαντική επίδραση στο άτομο
5. (παιδαγ.) η κατάληψη, δηλαδή η κατανόηση και η αφομοίωση τών γνώσεων που παρέχονται κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας
μσν.-αρχ.
η επί πλέον απόκτηση («δυνάμεως πρόσληψις», Ιώσ.)
αρχ.
1. εκκλ. η υποδοχή τών νεοφώτιστων στους κόλπους της εκκλησίας
2. υπηρεσιακή προαγωγή
4. (λογ.) α) ο σχηματισμός συλλογισμού με τη λήψη άλλης πρότασης
β) (σε συλλογισμό) η ελάσσων πρόταση.