μετακιννάβαρι

Greek Monolingual

μετακιννάβαρι, το, και μετακινναβαρίτης, ο
(ορυκτ.) θειούχο ορυκτό του υδραργύρου το οποίο έχει την ίδια χημική σύσταση με το κιννάβαρι.