μεταλλήγω

English (LSJ)

Epic for μεταλήγω.

German (Pape)

[Seite 149] ep. = μεταλήγω.

French (Bailly abrégé)

v. μεταλήγω.

Russian (Dvoretsky)

μεταλλήγω: эп. = *μεταλήγω.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλήγω: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ μεταλήγω.

English (Autenrieth)

see μεταλήγω.

Greek Monolingual

μεταλλήγω (Α)
(επικ.τ.) βλ. μεταλήγω.

Greek Monotonic

μεταλλήγω: Επικ. αντί μεταλήγω.