Epic for μεταλήγω.
[Seite 149] ep. = μεταλήγω.
v. μεταλήγω.
μεταλλήγω: эп. = *μεταλήγω.
μεταλλήγω: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ μεταλήγω.
see μεταλήγω.
μεταλλήγω (Α)(επικ.τ.) βλ. μεταλήγω.
μεταλλήγω: Επικ. αντί μεταλήγω.