μεταμελητός
English (LSJ)
μεταμελητή, μεταμελητόν, repented of, Hsch. s.v. πεδάγρετον.
German (Pape)
[Seite 150] bereu't, Schol. Il. 1, 526.
Greek (Liddell-Scott)
μεταμελητός: -ή, -όν, δι’ ὃν μετανοεῖ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. πεδάγρετον.
Greek Monolingual
μεταμελητός, -ή, -όν (Α) μεταμελούμαι
αυτός που μετάνιωσε, μετανιωμένος.